ποδίσκος
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
English (LSJ)
ὁ, Dim. of πούς, Herod.7.94, Anacreont.28.4.
German (Pape)
[Seite 643] ὁ, dim. von πούς, Füßchen, Anacr. 28, 4.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
μικρό πόδι, ποδαράκι
νεοελλ.
1. βοτ. ο μίσχος, ο άξονας από τον οποίο κρέμεται άνθος ή καρπός
2. ναυτ. είδος πρόποδα με τον οποίο δένεται σταθερά το κάτω άκρο του πρωραίου λώματος τών τριγωνικών και τών τραπεζοειδών ιστίων, κν. μπάνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελίσκος)].
Russian (Dvoretsky)
ποδίσκος: ὁ ножка Anacr.