λίκνισμα

Greek Monolingual

το λικνίζω
1. παλινδρομική κίνηση της κούνιας του μωρού, το κούνημα της κούνιας
2. κάθε ρυθμική παλινδρομική κίνηση, αιώρηση, ταλάντωση, κούνημα.