α, ον, v. λιμναῖος 1.1.
[Seite 48] v.l. für λιμναῖος, Ath. VIII, 355 d.
λίμνιος: -α, -ον, ἴδε ἐν λ. λιμναῖος.
-α, -ο (Α λίμνιος, -ία, -ον) λίμνηλιμναίοςνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ζωολ. ο λίμνιοςγένος σκαθαριών.