λίτομαι
English (LSJ)
[ῐ], = λίσσομαι, h.Hom.16.5, Ar.Th.313, 1040 (both lyr.), AP5.150 (Mel.), 164 (Id.), Orph.H.41.9, Opp.C.2.367, IG14.902 (Capri).
German (Pape)
[Seite 54] nur praes., = λίσσομαι; H. h. 15, 5. 18, 48; Mel. 102 (V, 165); λιτόμεσθα, Ar. Th. 313.
French (Bailly abrégé)
c. λίσσομαι.
Russian (Dvoretsky)
λίτομαι: (λῐ) Hom., HH, Arph., Anth. = λίσσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
λίτομαι: [ῐ], = λίσσομαι, Ὁμ. Ὕμν. 15. 5., 18. 48· ὡσαύτως ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 313, 1040, Ἀνθ. Π. 5. 151, 165.
Greek Monolingual
λίτομαι (Α)
παρακαλώ, ικετεύω, λίσσομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Για ετυμολ. βλ. λίσσομαι.
Greek Monotonic
λίτομαι: [ῐ], = λίσσομαι, σε Ομηρ. Ύμν., Ανθ.
Middle Liddell
λῐ́τομαι, = λίσσομαι, Hhymn., Anth.]
Léxico de magia
v. λίσσομαι