λαίφος

Greek Monolingual

το (Α λαῑφος)
νεοελλ.
ναυτ. είδος μικρού πανιού τών ιστιοφόρων με τριγωνικό ή τραπεζοειδές σχήμα
αρχ.
1. παλιό, κουρελιασμένο ρούχο («ἀμφι δὲ λαῑφος ἕσσω, ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπον ἔχοντα», Ομ. Οδ.)
2. ιστίο, πανί, ύφασμα («οὔτε πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων οὔτε λαίφεσσιν νεώς», Σοφ.)
3. δέρμα ζώου («λαῖφος λυγκός», Ομ. Υμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. της αρχαίας καθημερινής γλώσσας].