λαγγών

English (LSJ)

ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῦ ἀγῶνος καὶ φόβου, EM554.15.
II trader, merchant, Cyr.

Greek Monolingual

λαγγών, -ῶνος, ὁ (Α)
1. έμπορος, πραματευτής, μεταπράτης
2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῦ ἀγῶνος καὶ φόβου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαγγ- (πρβλ. λαγγάζω) + κατάλ. -ών (πρβλ. φαγών)].

German (Pape)

ῶνος, ὁ, Zaudern, Philox. gloss.