λαγγάζω

English (LSJ)

slacken (= ἐνδίδωμι, AB106), Antiph.37, Phot.s.v. λογγάσω: λαγγάζει· ὀκνεῖ, οἱ δὲ λαγγεῖ, Hsch.; λαγγάσαι· περιφυγεῖν, Id.; cf. λαγγαρεῖ. λαγγανώμενος· περιιστάμενος, στραγγευόμενος, Id. λαγγαρεῖ· ἀποδιδράσκει, Id. λαγγεύει· φεύγει, Id.

German (Pape)

[Seite 3] lange machen, zaudern, zögern, Hesych.; Antiphan. brauchte λαγγάζει = ἐνδίδωσι, er läßt nach, B. A. 106 (vgl. longus, langueo). S. λαγγονεύω u. λογγάζω.

Greek (Liddell-Scott)

λαγγάζω: ὑποχωρῶ (= ἐνδίδωμι Α. Β. 106), Ἀντιφ. ἐν «Ἀντερώσῃ» 1, Ἡσύχ., Φώτ.· πιθανῶς διορθωτέον ἐν Ἱππ. 308, 14. ἀντὶ τῆς τῶν Ἀντιγράφ. γραφῆς οὐκ εὐθὺς πνέει μέγα, ἀλλὰ λαγανίζει· ὁ Ἡσύχ. ὡσαύτως μνημονεύει τοὺς συγγενεῖς τύπους λαγγανόομαι, λαγγέω, λαγγαρέω, λαγγεύῳ, (Ὁ δὲ Αἰσχύλ. καὶ ὁ Ἀριστοφ. ἔχουσι καὶ λογγάζω, ὃ ἴδε· πιθανῶς εἶναι συγγενὲς τῷ Λατ. long-us, long-e, Γοτθ. laggs (long, μακρός, ἐπὶ χρόνου), laggei (μῆκος).)

Greek Monolingual

λαγγάζω (Α)
υποχωρώ, ενδίδω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. της καθομιλουμένης της Αρχαίας, που ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα (s)lәg- της ΙΕ ρίζας (s)lēg- «χαλαρός, άτονος» (πρβλ. λαγαίω) και εμφανίζει έρρινο στοιχείο (-γ-). Η λ. συνδέεται με λατ. langueo «είμαι άτονος, ασθενώ» και λιθουαν. langoti].

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: slacken (Antiph., Phot., AB [= ἐν- δίδωμι]); λαγγάζει ὀκνεῖ, οἱ δε λαγγεῖ; λαγγάσαι περιφυγεῖν H.
Derivatives: Other formations in H.: λαγγεύει φεύγει, λαγγανώμενος περιϊστάμενος, στραγγευόμενος (cf. Schwyzer 700γ), λαγγαρεῖ ἀποδιδράσκει (correct?). - λαγγών (λάγγων?) ὁ εὑθὺς λανθάνων τοῦ ἀγῶνος καὶ τοῦ φόβου EM 554, 15 (cf. Chantraine Form. 160). - Also with -ο-: λογγάζω, λογγάσαι. s.v.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Expressive -popular words, which agree formally and semantically to Lat. langueō, -ēre be faint, slack (with sec. -u-) and like this can be understood as nasalized present formations to λαγά-σαι (λαγαίω); cf. Kretschmer Glotta 11, 235 (to Bogiatzides Ἀρχ. Ἐφ. 27, 115ff.); partly diff. We must separate several Baltic words with the meaning rock, sling, vacillate, e. g. Lith. langóti, lingúoti (WP. 2, 436); s. Fraenkel Wb. 331 (s. láigyti); thus Germ., e. g. OHG slinc link', Swed. etc. linka, lanka, lunka limp, go slowly etc., s. WP. 2, 713, Pok. 959f., W.-Hofmann s. langueō. Same problem as λαγαίω, s.v. Does the form with -ο- point to Pre-Greek?

Frisk Etymology German

λαγγάζω: {laggázō}
Grammar: v.
Meaning: nachlassen, erschlaffen (Antiph., Phot., AB [=ἐν- δίδωμι); λαγγάζει· ὀκνεῖ, οἱ δὲ λαγγεῖ; λαγγάσαι· περιφυγεῖν I.l.
Derivative: Daneben andere Bildungen bei H.: λαγγεύει· φεύγει, λαγγανώμενος περιϊστάμενος, στραγγευόμενος (vgl. Schwyzer 700γ). λαγγαρεῖ ἀποδιδράσκει (richtig?). — λαγγών (λάγγων?)· ὁ εὐθὺς λανθάνων τοῦ ἀγῶνος καὶ τοῦ φόβου EM 554, 15 (vgl. Chantraine Form. 160). — Auch mit -ο-: λογγάζω, λογγάσαι. s.d.
Etymology: Expressiv -volkstümliche Wörter, die formal und begrifflich zu lat. langueō, -ēre matt, schlaff, abgespannt sein (mit sekund. -u-) stimmen und wie dies sich als nasalisierte Präsensbildungen zu λαγάσαι (λαγαίω) verstehen lassen; vgl. Kretschmer Glotta 11, 235 (zu Bogiatzides Ἀρχ. Ἐφ. 27, 115ff.); teilweise abweichend. Fern bleiben dagegen mehrere baltische Wörter der Bed. ‘(sich) wiegen, schaukeln, wanken’, z. B. lit. langóti, lingúoti (WP. 2, 436); s. Fraenkel Wb. 331 (s. láigyti); ebenfalls germ., z. B. ahd. slinclink’, schwed. usw. linka, lanka, lunka hinken, langsam gehen, s. WP. 2, 713, Pok. 959f., W.-Hofmann s. langueō; daselbst auch reiche Lit.
Page 2,68-69