λαγνεύω
English (LSJ)
A have sexualintercourse, commonly ofthe man, Id. Aër.21, al.:—Pass., of the woman, Id.Epid.5.25, Procop.Aed.1.9; πρός τινος Id.Arc.17.
II to be lecherous, Plu.2.136d.
German (Pape)
[Seite 3] den Saamen lassen, vom Beischlaf, Hippocr.; im med. von der Frau, id.; – übh. wollüstig, geil sein, καὶ μεθύειν, Plut. de sanit. tuend. p. 407; Luc. rhet. praec. 23.
French (Bailly abrégé)
être libertin.
Étymologie: λάγνης.
Russian (Dvoretsky)
λαγνεύω: предаваться распутству, развратничать Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λαγνεύω: (λάγνος) συνουσιάζομαι, συνήθως ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, κτλ.· ἐν τῷ παθητ., ἐπὶ γυναικός, ὁ αὐτ. ΙΙ. 1149. ΙΙ. ἀκολάστως χρῶμαι τῇ συνουσίᾳ, εἶμαι φιλήδονος, ἀκόλαστος, Πλούτ. 2. 136D.
Greek Monolingual
(AM λαγνεύω) λάγνης
είμαι φιλήδονος, ακόλαστος («τίς δὲ σχολὴ τῷ ἀνδρὶ τούτῳ νῦν ἀπεπτεῖν ἢ μεθύειν ἢ λαγνεύειν», Πλούτ.)
αρχ.
(κυρίως για άνδρα) συνουσιάζομαι.