και λαούμι, το1. υπόνομος, οχετός, βόθρος, καταβόθρα2. γαλαρία, στοά μεταλλείου ή υπόγειο όρυγμα που ανοίγεται για να τοποθετηθούν εκρηκτικές ύλες που προορίζονται για ανάφλεξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. lağim].