λαγούμι

Greek Monolingual

και λαούμι, το
1. υπόνομος, οχετός, βόθρος, καταβόθρα
2. γαλαρία, στοά μεταλλείου ή υπόγειο όρυγμα που ανοίγεται για να τοποθετηθούν εκρηκτικές ύλες που προορίζονται για ανάφλεξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. lağim].