γαλαρία
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Greek Monolingual
η
1. η μεγάλη στοά ενός μεγάρου
2. εξώστης σπιτιού με τζαμαρία που χρησιμεύει συνήθως ως διάδρομος
3. υπόγεια στοά ορυχείου
4. ο τελευταίος εξώστης ενός θεάτρου με το φθηνότερο εισιτήριο, συνήθως χωρίς αριθμημένες θέσεις
5. οι θεατές που παρακολουθούν από τη γαλαρία
6. ομάδα από θορυβώδεις θεατές μιας εκδήλωσης ή κάποιου επεισοδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) gαlαriα (ιταλ. galleria, γαλλ. galerie) < (μσν. λατ.) galeria «ξύλινος εξώστης»].