γαλαρία

From LSJ

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510

Greek Monolingual

η
1. η μεγάλη στοά ενός μεγάρου
2. εξώστης σπιτιού με τζαμαρία που χρησιμεύει συνήθως ως διάδρομος
3. υπόγεια στοά ορυχείου
4. ο τελευταίος εξώστης ενός θεάτρου με το φθηνότερο εισιτήριο, συνήθως χωρίς αριθμημένες θέσεις
5. οι θεατές που παρακολουθούν από τη γαλαρία
6. ομάδα από θορυβώδεις θεατές μιας εκδήλωσης ή κάποιου επεισοδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) gαlαriα (ιταλ. galleria, γαλλ. galerie) < (μσν. λατ.) galeria «ξύλινος εξώστης»].