λαθασιά

Greek Monolingual

λαθασιά, ἡ (Μ)
φρ. «μὲ λαθασιά» — από άγνοια, ακούσια, απερίσκεπτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λαθαίνω + κατάλ. -ασιά (πρβλ. ζεστασιά, χορτασιά)].