λαθούρι

Greek Monolingual

και λαθύρι, το
(Μ λαθούριν και λαθύριον)
1. κοινή, σήμερα, ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών λάθυρος
2. ο καρπός τών φυτών του είδους αυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαθούρι(ν) < λαθύριον (υποκορ. του λάθυρος) με κώφωση].