λαθρεμπόριο

Greek Monolingual

το
η εισαγωγή ή εξαγωγή εμπορευμάτων χωρίς καταβολή τών ανάλογων δασμών, τελών ή φόρων ή η εισαγωγή και εξαγωγή εμπορευμάτων που είναι απαγορευμένα ή η διάθεση πραγμάτων ατελούς εισαγωγής ή μειωμένης δασμολόγησης, καθώς και οποιαδήποτε παράβαση του τελωνειακού κώδικα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρέμπορος. Ο τ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. contrebande. Η λ., στον λόγιο τ. λαθρεμπόριον, μαρτυρείται από το 1809 στον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη].