τα (Μ λαλούμενα) λαλώμουσικά πνευστά όργανα, λαϊκή ορχήστρα μουσικών οργάνων, αλλ. λαλήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λαλούμενα (ενν. όργανα), ουσιαστικοποιημένος τ. μτχ. μεσοπαθ. ενεστ. του ρ. λαλώ (πρβλ. και λαλουμένη)].