η
1. μετάλλινο φύλλο μικρού πάχους, λεπτό έλασμα
2. μεγάλο τετράπλευρο ταψί που χρησιμοποιείται για το ψήσιμο φαγητών και γλυκών στον φούρνο
3. φρ. «δάγκωσε τη λαμαρίνα» — ερωτεύτηκε σφοδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lamarin, υποκορ. του ιταλ. lamiera «έλασμα»].