λαμπαδεῖον

English (LSJ)

τό, torch-holder, IG22.1541.15,1543 (Eleusis, iv B. C.).

Greek Monolingual

λαμπαδεῖον, τὸ (Α)
κηροπήγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαμπάς, -άδος + κατάλ. -εῖον (πρβλ. λυχνεῖον)].