κηροπήγιο

Greek Monolingual

το
ειδικό σκεύος διαφόρων σχημάτων, με μία ή περισσότερες υποδοχές, που χρησιμοποιείται για την τοποθέτηση κεριών, κηροστάτης, κν. καντηλέρι («τα κηροπήγια της εκκλησίας» — τα μανουάλια, όπου τοποθετούν τα αναμμένα κεριά οι πιστοί, ή τα δικηροτρίκηρα που κρατούν οι ιερωμένοι σε διάφορα σημεία της θείας λειτουργίας και που αποτελούν λειτουργικά σκεύη).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -πήγιον (< -πηγός < πήγνυμι), πρβλ. ασπιδοπήγιον, κλινοπήγιον].