λαμπυρίζω
English (LSJ)
shine like a glow-worm, Thphr.Lap.58, 59, Dsc.5.84; shine steadily, opp. σπινθηροβολέω, of Venus, PMag.Par.1.2940: c. acc., illuminate, τὴν ὅλην οἰκουμένην PMag.Berol.2.103, cf. PLeid. V. 3.15:—Med., abs., shine, PMag.Lond.121.603.
German (Pape)
[Seite 13] wie ein Johanniswürmchen glänzen, leuchten, Theophr., Dion. Von
Greek (Liddell-Scott)
λαμπῠρίζω: λάμπω ὡς πυγολαμπίς, Θεοφρ. π. Λίθ. 2, Διοσκ. 5. 99.
Spanish
Greek Monolingual
(AM λαμπυρίζω) λαμπυρίς
1. ακτινοβολώ με διακοπές, φωσφορίζω, βγάζω αδύναμες λάμψεις που αναβοσβήνουν («κερήθρα που λαμπυρίζει απάνω της κρεμάμενο το φως», Ζερβ.)
νεοελλ.
1. (γενικά) ακτινοβολώ
2. φωτίζω
αρχ.
φέγγω σταθερά.
Léxico de magia
1 iluminar c. ac. ref. a Helios σὲ καλῶ, τὸν μέγαν ἐν οὐρανῷ, ... ἐπὶ λωτῷ καθήμενος καὶ λαμπυρίζων τὴν ὅλην οἰκουμένην a ti te llamo, al grande del cielo, el que está sentado en el loto e ilumina toda la tierra P II 103 P XII 88 2 brillar ref. a Venus ἐὰν ἴδῃς τὸν ἀστέρα λαμπυρίζοντα, σημεῖον, ὅτι ἐκρούσθη si ves que la estrella (e.e., Venus) brilla, es señal de que ha sido alcanzada P IV 2941 ref. a dioses indefinidos ἐπικαλοῦμαι ὑμᾶς ... μεγάλους θεούς, τοὺς λαμπυριζομένους ἐν τῇ ἄρτι ὥρᾳ ... χάριν τῆς ἀσεβοῦς δεῖνα os invoco a vosotros, grandes dioses, los que brilláis en esta hora, por tal impía P VII 603