οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Ν φωσφόρος
1. εκπέμπω λάμψη φωσφορική, λαμπυρίζω
2. φρ. «φωσφορίζουσα ουσία»
χημ. στερεά ουσία η οποία εκπέμπει φως, δηλαδή που παρουσιάζει το φαινόμενο του φωσφορισμού, όταν εκτίθεται σε μία ακτινοβολία, λ.χ. σε υπεριώδη ακτινοβολία.