φωσφορίζω

From LSJ

συκοφάντης ἐστὶν ἐν πόλει λύκος (τοῖς πέλας λύκος) → Calumniator, quemquem novit, huic lupus'st → Der Denunziant lebt in der Stadt gleichsam als Wolf (ist seinen Nachbarn wie ein Wolf)

Menander, Monostichoi, 440

Greek Monolingual

Ν φωσφόρος
1. εκπέμπω λάμψη φωσφορική, λαμπυρίζω
2. φρ. «φωσφορίζουσα ουσία»
χημ. στερεά ουσία η οποία εκπέμπει φως, δηλαδή που παρουσιάζει το φαινόμενο του φωσφορισμού, όταν εκτίθεται σε μία ακτινοβολία, λ.χ. σε υπεριώδη ακτινοβολία.