λαοβότειρα
English (LSJ)
ἡ, feeder of the people, γαῖα Orph.L.714.
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοβότειρα: ἡ, ἡ τρέφουσα τὸν λαόν, γαῖα Ὀρφ. Λιθ. 708.
Greek Monolingual
λαοβότειρα, ἡ (Α)
(για τη γη) αυτή που τρέφει τους ανθρώπους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + βότειρα (θηλ. του βοτήρ < θ. βο- του βόσκω), πρβλ. πολυβότειρα].
German (Pape)
[ᾱ], ἡ, das Volk nährend, γαῖα, Orph. Lith. 708.