πολυβότειρα
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ἡ, fem. Adj., (βόσκω) much-nourishing or all-nourishing, in Ep. form πουλυβότειρα, epithet of χθών, Il.3.89, al.; of Ἀχαιίς, 11.770.
German (Pape)
[Seite 660] ἡ, fem. von πολυβοτήρ, Viele ernährend; bei Hom. u. Hes. stets in der ion. Form πουλυβότειρα; gew. Beiwort von χθών, einmal auch Ἀχαιίδα πουλυβότειραν, Il. 11, 740.
Russian (Dvoretsky)
πολυβότειρα: ион. πουλυβότειρα adj. f питающая многих (χθών, Ἀχαιΐς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυβότειρα: ἡ, θηλ. τοῦ ὑποτιθεμένου ἀρσ. πολυβοτήρ· (βόσκω)· ― ἡ πολλοὺς τρέφουσα, Ὅμ. καὶ Ἡσ., ἐν τῷ Ἐπικ. τύπῳ πουλυβότειρα, ὡς ἐπίθ. τοῦ χθών, ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ Ἰλ. Γ. 85, 195, Ζ. 213, Φ. 426, ὡσαύτως ἐπίθ. τοῦ Ἀχαιΐς, Ἀχαιΐδα πουλυβότειραν Λ. 770. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195.
English (Autenrieth)
(βόσκω): much- or all-nourishing, epithet of the earth, Ἀχαιίς, Il. 11.770.
Greek Monolingual
ἡ, και επικ. τ. πουλυβότειρα, Α
(για γη)
1. αυτή που τρέφει πολλούς («ἐπὶ χθονὶ πουλυβοτείρῃ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτή που παρέχει πολλή τροφή, πολύτροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + βότειρα (θηλ. του βοτήρ < θ. βο- του βόσκω), πρβλ. λαοβότειρα].
Greek Monotonic
πολυβότειρα: θηλ. επίθ. (βόσκω), αυτή που τρέφει πολλούς ή όλους, σε Όμηρ., Ησίοδ.· στον Επικ. τύπο πουλυβότειρα.
Middle Liddell
βόσκω
much or all nourishing, Hom., Hes., in epic form πουλυβότειρα.