αἴλουρος, Hsch. λείουσι, poet.for λέουσι, dat.pl. of λέων. λειούσματα ἢ λεγούσματα εἶδος καταφράκτου, Γαλάται, Id.
λείουρος: «αἴλουρος» Ἡσύχ.
λείουρος (Α)(κατά τον Ησύχ.) «αἴλουρος».[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. κόλουρος, πάγουρος].