λεβέντης
Greek Monolingual
ο θηλ. λεβέντισσα και λεβέντρα (Μ λεβέντης)
νεοελλ.
1. άνθρωπος νέος, ευσταλής, ωραίος και ανδρείος, παλικάρι
2. άνθρωπος με ανώτερα πνευματικά και ψυχικά προτερήματα
3. γενναιόδωρος
4. γενναίος, γενναιόψυχος
μσν.
1. πεζοναύτης του οθωμανικού στόλου
2. νέος απείθαρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. levend < ιταλ. leventi «σώμα τυφεκιοφόρων ναυτών» < λεβένται, «πειρατές από την Ανατολή» (< Levante «Ανατολή». Η λ. στην ελλ. πήρε τη σημ. «νέος, ανδρείος, παληκάρι» με την άμβλυση τών αρνητικών χαρακτηριστικών και την επικράτηση τών θετικών, όπως της γενναιότητας, της τόλμης και της ευψυχίας, που χαρακτήριζαν τους Έλληνες «λεβέντες»].