λεθρίνι

Greek Monolingual

το
το ψάρι λυθρίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λεθρίνι < λυθρίνι με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε- από επίδραση του υγρού συμφώνου
πρβλ. θελιά < θηλιά, μελίγγι < μηλίγγι. (Για ετυμολ. βλ. λυθρίνι)].