λειμωνήρης

English (LSJ)

ες, belonging to a meadow, βοτάνη Suid.

German (Pape)

[Seite 23] ες, zur Wiese od. Aue gehörig, βοτάνη, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

λειμωνήρης: -ες, (ἄρω) ἀνήκων εἰς λειμῶνα, «λειμωνήρης βοτάνη, ἡ ἐν τῷ λειμῶνι» Σουΐδ.

Greek Monolingual

λειμωνήρης, -ες (Α)
αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («λειμωνήρης βοτάνη», λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, -ῶνος + κατάλ. -ήρης (πρβλ. αμαξήρης, κλινήρης)].