λειμωνοειδής

English (LSJ)

λειμωνοειδές, like meadows, grassy and flowery, Ceb.17.

German (Pape)

[Seite 24] ές, wiesenartig, gras- u. blumenreich, Cebes Tab. 17; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

λειμωνοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς λειμῶνα, χλοερός, εὐανθής, Κέβης 17.

Greek Monolingual

λειμωνοειδής, -ές (Α) λειμών
αυτός που μοιάζει με λειμώνα, χλοερός, ευανθής.