λειμωνόθεν

English (LSJ)

Adv. from a meadow, Il.24.451:—also λειμωνόθε, Theoc.7.80.

German (Pape)

[Seite 24] von der Wiese her, Il. 24, 451; λειμωνόθε, Theocr. 7, 80.

French (Bailly abrégé)

ou λειμωνόθε;
adv.
d'une prairie.
Étymologie: λειμών.

Greek (Liddell-Scott)

λειμωνόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ λειμῶνος, Ἰλ. Ω. 451· ὡσαύτως -θε, Θεόκρ. 7. 80.

Greek Monolingual

λειμωνόθεν και λειμωνόθε (Α)
επίρρ. από το λιβάδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, -ῶνος + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. ουρανόθεν, χειμωνόθεν)].

Greek Monotonic

λειμωνόθεν: (λειμών), επίρρ., από το λιβάδι, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, λειμωνόθε, σε Θεόκρ.

Middle Liddell

λειμών
from a meadow, Il.; also λειμωνόθε, Theocr.