-η, -ο(για φυτό) αυτός που έχει λεία σπέρματα, δηλαδή χωρίς τρίχες, αυλακώσεις ή σαρκώδεις αποφύσεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + -σπερμος (< σπέρμα), πρβλ. ένσπερμος, μονόσπερμος].