λεκάνιον

English (LSJ)

τό, Ar.Ach.1110, Polyzel.4, Orib. Fr.88, v.l. in X.Cyr.1.3.4:

German (Pape)

[Seite 27] τό, dim. zu λεκάνη, Ar. Ach. 1110; Xen. Cyr. 1, 3, 4, Teller.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
petit bassin, cuvette.
Étymologie: λεκάνη.

Greek Monolingual

λεκάνιον, τὸ (Α) λεκάνη
μικρή πήλινη λεκάνη.

Greek Monotonic

λεκάνιον: τό, υποκορ., σε Αριστοφ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λεκάνιον: (ᾰ) τό миска, блюдо Xen., Arph.

Middle Liddell

λεκάνιον, ου, τό,
Dim. of λεκᾰ́νη, Ar., Xen.