λεοντόχορτος

English (LSJ)

λεοντόχορτον, eaten by a lion, βούβαλις A.Fr.330 (-ταν cod. Eust.).

German (Pape)

[Seite 29] od. λεοντοχόρτας, von Löwen verzehrt, Aesch. fr. 304; vgl. Lob. Paralip. 466.

Russian (Dvoretsky)

λεοντόχορτος: съеденный львом (βούβαλις Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

λεοντόχορτος: -η, -ον, καταβιβρωσκόμενος ὑπὸ λέοντος, λεοτοχόρταν (-ορτον Δινδ.) βούβαλιν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 316, ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 466.

Greek Monolingual

λεοντόχορτος, -ον (Α)
αυτός που κατασπαράχθηκε από λιοντάρι («λεοντόχορτον βούβαλιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + χόρτος «τροφή» (πρβλ. λινόχορτος, πολύχορτος)].