λεπτοκαρυά

Greek Monolingual

και λεπτοκαρύα και λεφτοκαρυά, η (Μ λεπτοκαρυά και λεφτοκαρυά) λεπτοκάρυο
βοτ. άλλη ονομασία της φουντουκιάς, φυτού του γένους κόρυλος.