λεπτοκάρυο

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source

Greek Monolingual

και λεφτόκαρο, το (AM λεπτοκάρυον, Μ και λεφτοκάρυον και λεπτόκαρον και λεφτόκαρον και λεπτοκάρυ και λεφτοκάρυ)
ο καρπός του φυτού λεπτοκαρυά, το φουντούκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + κάρυο «καρύδι»].