λεπτοϋφής

English (LSJ)

[ῠ], ές, (ὑφαίνω) finely woven, Luc.Am.41, Alciphr.3.41.

German (Pape)

ές, fein gewebt; Alciphr. 3.41; Schol. Soph. Tr. 611.

Russian (Dvoretsky)

λεπτοϋφής: тонко (искусно) сотканный (ἐσθής Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτοϋφής: -ές, (ὑφαίνω) λεπτῶς ὑφασμένος, Λουκ. Ἔρωτες 41, Ἀλκίφρων 3. 41.

Greek Monolingual

-ές (Α λεπτοϋφής, -ές)
1. (για υφάσματα) υφασμένος λεπτά, λεπτοϋφασμένος, λεπτοΰφαντος
2. μτφ. λεπτοκαμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -υφής (< ὕφος), πρβλ. ευυφής, παρυφής].