ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
εὐυφής, -ές (Α)
υφασμένος καλά («εὐυφῆ λαίφεα», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -υφής (< ύφος), πρβλ. αραχνουφής, λινουφής].