λεπτόπηνος

English (LSJ)

λεπτόπηνον, (πηνίον) of fine fabric, ὕφος Eub.67.5 = 84.4; v.l. λεπτόνητος, ον, (νέω) fine-spun, in the latter place (cod. A Ath.).

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόπηνος: -ον, (πηνίον) ὁ λεπτῶς ὑφασμένος, ἐν λεπτοπήνοις ὕφεσιν Εὔβουλ. ἐν «Ναννίῳ» 1. 5· διάφ. γραφ. λεπτόνητος, ον, (νέω) λεπτῶς κεκλωσμένος.

Greek Monolingual

λεπτόπηνος, -ον (Α)
λεπτά υφασμένος («ἐν λεπτοπήνοις ὕφεσιν ἑστώσας... κόρας», Εύβουλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -ηνος (< πήνη «υφάδι»), πρβλ. αβρόπηνος, εύπηνος].