λεπτόπυγος

English (LSJ)

λεπτόπυγον, with a thin πυγή, Sch.Ar.Eq.1365.

German (Pape)

[Seite 31] mit dünnem, magerm Hintern.

Greek Monolingual

λεπτόπυγος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεπτή πυγή αδύνατα οπίσθια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -πυγος (< πυγή «οπίσθια») πρβλ. λευκόπυγος, ροδόπυγος].