λευκοβαφής
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 33] ές, weiß gefärbt, Schol. Soph. O. R. 733.
Greek (Liddell-Scott)
λευκοβᾰφής: -ές, βεβαμμένος λευκός, ἀναφερόμ. ἐκ τοῦ Σχολ. Σοφοκλ.
Greek Monolingual
-ές (Α λευκοβαφής)
ο βαμμένος με λευκό χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. ερυθροβαφής, πορφυροβαφής].