(I)λεῡκος, ὁ (Α) λευκόςονομασία ψαριού («ἱερὸν ἰχθύν, ὃν λεῡκον καλέουσι», Θεόκρ.). (II)λεῡκος, ὁ (Μ)η λεύκα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λεύκη (ἡ), με αλλαγή γένους].