ληθεδών

English (LSJ)

-όνος, ἡ, poet. for λήθη, AP7.17 (Tull.Laur.), APl.4.244 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 38] όνος, ἡ, = Folgdm; Tull. Laur. 3 (VII, 17); Agath. 45 (Plan. 244).

Russian (Dvoretsky)

ληθεδών: όνος ἡ Anth. = λήθη.

Greek (Liddell-Scott)

ληθεδών: -όνος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ τοῦ λήθη, Ἀνθ. Π. 7. 17, Πλαν. 244.

Greek Monolingual

ληθεδών, -όνος, ἡ (Α)
(ποιητ.τ.) λήθη, λησμονιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λήθ- του λανθάνω (πρβλ. λήθη) + επίθημα -δών (πρβλ. αρπεδών, μελεδών), το οποίο συχνά χρησιμοποιείται προς δήλωση οργάνου].

Greek Monotonic

ληθεδών: -όνος, ἡ, ποιητ. αντί λήθη, σε Ανθ.

Middle Liddell

ληθεδών, όνος, [poetic for λήθη, Anth.]