λημώδης
English (LSJ)
λημῶδες, (λήμη) full of rheum, Alex.Trall.2.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
λημώδης: -ές, (λήμη, εἶδος) πλήρης λήμης, Ἀλέξ. Τραλλ. 2. σ. 151.
Greek Monolingual
-ες (Α λημώδης, -ώδες) λήμη
γεμάτος λήμες, τσιμπλιασμένος, τσιμπλιάρης.