λημαλέος
From LSJ
English (LSJ)
α, ον, (λήμη) bleared, of the eyes, Luc.Lex.4.
German (Pape)
[Seite 39] triefäugig, thränend, Luc. Lexiph. 4.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
chassieux, qui a les yeux faibles ou malades.
Étymologie: λήμη.
Russian (Dvoretsky)
λημᾰλέος: с гноящимися или слезящимися глазами Luc.
Greek (Liddell-Scott)
λημᾰλέος: -α, -ον, (λήμη) πλήρης λήμης, «τσιμπλιάρης», ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Λατ. lippus, Λουκ. Λεξιφ. 4· - ἐν Γλωσσ. ὡσαύτως ληματίας, ἴδε τὸ ἑπόμ.
Greek Monolingual
λημαλέος, -α, -ον (Α) λήμη
(για τα μάτια) γεμάτος τσίμπλες, τσιμπλιασμένος.