λιβυκός
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α Λιβυκός, -ή, -όν) Λιβύη
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Λιβύη ή προέρχεται από τη Λιβύη (α. «λιβυκό πετρέλαιο» β. «Λιβυκό Πέλαγος» γ. «ἐκ τοῦ Ἀραβίου ὄρεος ἐς τὸ Λιβυκὸν καλεόμενον», Ηρόδ.)
αρχ.
1. δυτικός
2. φρ. α. «Λιβυκὸν ὄρνεον» — είδος παράξενου πτηνού
3. «Λιβυκοὶ λόγοι» — είδος μύθων παρόμοιων με τους Αισώπειους (Αριστοτ.).