λιγνυόεις

English (LSJ)

λιγνυόεσσα, λιγνυόεν, smoky, sooty, καπνός A.R.2.133, 3.1291.

German (Pape)

[Seite 43] εσσα, εν, räucherig, qualmig, καπνός, Ap. Rh. 2, 133, vgl. 3, 1291.

Greek (Liddell-Scott)

λιγνυόεις: εσσα, εν, πλήρης καπνοῦ, πλήρης αἰθάλης, αἰθαλόεις, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 133., 3. 1291.

Greek Monolingual

λιγνυόεις, -εσσα, -εν (Α) λιγνύς
γεμάτος καπνιά, αιθαλώδης.