Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
αἰθαλώδης, -ες (Α) αἰθάληο γεμάτος καπνιά, μαυρισμένος, καπνισμένος.