λιθόγλυφος

Greek Monolingual

ο
ζωολ. γένος γαστερόποδων μαλακίων της οικογένειας hydrobiidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lithoglyphus < νεολατ. lithoglyphus < litho- (< λιθο-) + glyphus (< -γλυφος < γλύφω)].

Russian (Dvoretsky)

λῐθόγλῠφος:резчик по камню, ваятель Luc.