λιμβρός

English (LSJ)

ά, όν, = λιβρός II, EM564.52, Suid.

German (Pape)

[Seite 47] VLL. erkl. σκοτεινός. Vgl. λιβρός.

Greek (Liddell-Scott)

λιμβρός: -ά, -όν, = λιβρὸς ΙΙ, Ἐτυμ. Μέγ., Σουΐδ.

Greek Monolingual

λιμβρός, -ά, -όν (Α)
λιβρός, μαύρος, σκοτεινός, ζοφερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του λιβρός].