λιμενόφραγμα

Greek Monolingual

το
κινητό πλωτό ζεύγ
μα από σχεδίες ή κορμούς δένδρων ή άλλα πλωτά μέσα με το οποίο φράσσεται το λιμάνι και εμποδίζεται ο είσπλους.