λιναῖος, -αία, -ον (Α) λίνον1. σχετικός με το λίνο («λιναῖος φόρος», πάπ.)2. παρασκευασμένος από λίνο ή από λινό ύφασμα («θώρακες λιναῖοι», Αιν.).