λινεργής
English (LSJ)
λινεργές, wrought of flax, Lyc.716, D.P.1116.
German (Pape)
[Seite 49] ές, aus Flachs gemacht, leinen; κλῶσις, Lycophr. 716; D. Per. 1116.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνεργής: -ές, κατεσκευασμένος ἐκ λίνου, Λυκόφρ. 716, Διον. Π. 1116.
Greek Monolingual
λινεργής και λινοεργής, -ές (Α)
υφασμένος από λίνο, λινοΰφαντος, λινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + -εργής (< ἔργον), πρβλ. δολοεργής, λιθο-εργής].