λινοπτέρυξ
English (LSJ)
υγος, ὁ, ἡ, = λινόπτερος (sail-winged), Opp. C. 1.121, 4.61.
German (Pape)
[Seite 49] υγος, dasselbe, λινοπτερύγων ὅπλα νηῶν, Opp. Cyn. 1, 121. 4, 61.
Greek (Liddell-Scott)
λῐνοπτέρυξ: -ῠγος, ὁ, ἡ, = τῷ προηγ., Ὀππ. Κυν. 1. 121., 4. 61.
Greek Monolingual
λινοπτέρυξ, -υγος, ὁ, ἡ (Α)
λινόπτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + πτέρυξ (< πτερόν), πρβλ. λευκοπτέρυξ, μελανοπτέρυξ.